Σελίδες

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

ΠΕΡΙ ΙΝΔΟΪΣΜΟΥ!!!



Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ ΣΤΟΝ ΙΝΔΟΪΣΜΟ
Γρηγορίου Δ. ΖιάκαΟμότιμου καθηγητού της Θρησκειολογίας


     Το Ινδοϊστικό ιερατείο έχει την αρχή του στην Βεδική θρησκεία, γνωστή στην θρησκειολογική έρευνα από το 1500-600 π.Χ. με τον τεχνητό όρο Βεδισμός και από το 600 π.Χ. περίπου έως σήμερα με τον όρο Ινδοϊσμός. Ο Ινδοϊσμός είναι μια πανάρχαια θρησκεία, που οι ρίζες της ανάγονται στην 3η χιλιετία π.Χ, αρχίζει όμως να διαμορφώνεται από το 1500 π.Χ. και εντεύθεν. Την εποχή αυτή εισήλθαν στην Ινδία από τα υψίπεδα του Ιράν λαοί που μιλούσαν ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, οι οποίοι διαίρεσαν την κοινωνία σε τέσσερις κοινωνικές τάξεις (βάρνα ή πορτογαλλικάκάστες): των Βραχμάνων ιερέων και διδασκάλων, των Ξατρίγια, δηλ. των πολεμιστών και κυβερνητών, των Βαϊσίγια, εμπόρων και αστών και των Σούδρα, γεωργών και εργατών. Εκτός κάστας είχε παραμείνει ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που θεωρούνταν ανέγγιχτοι και θρησκευτικώς ακάθαρτοι, διότι ασχολούνταν με κατώτερα και «ταπεινά» επαγγέλματα. Σε γενικές γραμμές η κοινωνική αυτή διαστρωμάτωση του λαού ισχύει έως σήμερα με τη διαφορά ότι με το πέρασμα των αιώνων οι κοινωνικές τάξεις έχουν διαιρεθεί σε πολλές υποτάξεις, μεγάλες οικογένειες και συγγένειες. 
Στην αρχή η διαίρεση αυτή ήταν μια ιεράρχηση της κοινωνίας που στηριζόταν σε οικονομικές κυρίως αρχές και αποτελούσε έναν επιτυχημένο επιμερισμό εργασίας. Κάθε κοινωνική τάξη (βάρνα ή κάστα) ήταν μια ιστορικά διαμορφωμένη τάξη με οικονομικά κυρίως κριτήρια, η οποία ανήγε την καταγωγή της σε ένα μυθικό πρόγονο. Αργότερα όμως, από το 900 π.Χ. και εντεύθεν, η ιεράρχηση της κοινωνίας στηρίχθηκε σε καθαρά θρησκευτικές αντιλήψεις, η δύναμη των βραχμάνων ιερέων αυξήθηκε και με τον καιρό η κάστα εκφυλίσθηκε και έγινε βάρος επαχθές για την κοινωνία και την πρόοδό της. 
Σύμφωνα με τις εν λόγω θρησκευτικές αντιλήψεις ο άνθρωπος ανήκει σε μια κοινωνική τάξη εκ γενετής, ανάλογα με τα έργα (κάρμαν) που έπραξε σε μια προηγούμενη ζωή, τα οποία θα δώσουν το ποιόν της νέας ύπαρξής του μετά το τέλος του τωρινού κύκλου ζωής. Έτσι δημιουργήθηκε η πίστη ότι ο άνθρωπος υπόκειται σε μια μεγάλη πορεία συνεχών γεννήσεων και θανάτων, σε μιαν ανακύκληση ή αλλιώς μετενσάρκωση (σαμσάρα). Αιτία της ανακύκλησης είναι οι προσωπικές πράξεις των όντων, που συνιστούν έναν αδυσώπητο νόμο ανταπόδοσης. Οι πράξεις του κάθε όντος είναι η αιτία της μετενσάρκωσης και ανακύκλησης, και αυτές καθορίζουν την μορφή και την τύχη της νέας ύπαρξης σε τούτον εδώ τον κόσμο της οδύνης. Έτσι ο κάθε Ινδός λύνει το περιλάλητο πρόβλημα της θεοδικίας με τη σκέψη ότι υπαίτιος της σημερινής του κατάστασης στον κόσμο είναι ο ίδιος, γιατί τέτοια έργα έπραξε στον προηγούμενο κύκλο της ζωής του. Τα έργα εγγράφονται στον πίνακα ενός αιώνιου, απρόσωπου και αδυσώπητου νόμου που λέγεται ντάρμα, ο οποίος λειτουργεί τυφλά και αδέκαστα. Το ύψιστο ιδεώδες είναι ηΜόκσα, η «απελευθέρωση» από τα δεσμά του κύκλου των μετενσαρκώσεων.
 Ειδήμονες για να βοηθήσουν τον άνθρωπο στον ανώτερο αυτό σκοπό είναι οι βραχμάνοι ιερείς, που είναι φορείς ιερής και απόκρυφης γνώσης. Οι ιερείς μόνον μπορούν, με την μυστική δύναμη της θυσίας και την επενέργεια του ιερού λόγου, των ασμάτων και των εξορκισμών, να φέρουν τον λαό σε επικοινωνία με τις ιερές δυνάμεις που συνέχουν τον κόσμο και να εγγυηθούν την συνέχιση της ζωής. Το ιερό έργο (κάρμαν) που παράγεται από τις θυσιαστήριες προσφορές και τελετουργίες που τελούν οι βραχμάνοι, δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για το καλό των ανθρώπων, της ζωής και της κοινωνίας. 
Το έργο αυτό των βραχμάνων ιερέων απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη σπουδαιότητα όταν η στοχαστική σκέψη (800 π.Χ. και εντεύθεν) ωρίμασε και δημιουργήθηκε η θεωρία... ότι το Ον είναι απόλυτα ενιαίο και ταυτόσημο με το βαθύτατο εγώ του ανθρώπου. Ο άνθρωπος όμως από άγνοια (avidyâ) νομίζει ότι είναι ανεξάρτητος του Όντος και έτσι διασπά την συνοχή της εσωτερικής του φύσεως. Με τον τρόπο αυτό επέρχεται αλλοτρίωση της υπάρξεώς του και ο άνθρωπος εμπλέκεται στη δίνη των αλληλοδιαδόχων υπάρξεών του, των συνεχών γεννήσεων και θανάτων. Η αντίληψη αυτή καθορίζει την στάση του Ινδού απέναντι στον κόσμο και την ζωή. Η ζωή αλυσοδεμένη στον κόσμο της πλάνης (maya) και στον κύκλο των συνεχών γεννήσεων και θανάτων, δεν έχει αξία. Είναι πηγή θλίψεων. Αληθινή είναι μόνον η πνευματική του υπόσταση. Η απολύτρωση από την φθαρτή ύλη δεν επιτυγχάνεται με έργα, αλλά με γνώση, η οποία δεν είναι νοησιαρχική, αλλά εσωτερική εμπειρία και θέαση της ουσιαστικής του ταυτότητας με την απόλυτη αλήθεια, που δεν είναι υλική, αλλά πνευματική. Αρμόδιοι για να βοηθήσουν τον άνθρωπο να αποκτήσει την ιερή γνώση και να ενωθεί με το θείο πνευματικό στοιχείο, είναι οι βραχμάνοι. Αυτοί θα τον εισαγάγουν είτε στον δρόμο της πράξης (κάρμα μάργα), που συνίσταται από θυσίες,προσευχές και τελετουργίες, οι οποίες παράγουν έργο (κάρμα) θετικό, είτε στον δρόμο της γνώσης (ζνιάνα μάργα), που είναι δρόμος των εκλεκτών πνευμάτων, των βραχμάνων και ασκητών, είτε στον δρόμο της αφοσίωσης και αγάπης στον θεό (μπάκτι μάργα), ο οποίος είναι δρόμος των ευλαβών και στοχαστικών πνευμάτων. Με τον τρόπο αυτό το άτομο μπορεί να φύγει από τον οδυνηρό κύκλο της ύλης και να χαθεί στη μακαριότητα του απολύτου.
Στην αρχή, η ιερατική τάξη των βραχμάνων ήταν υπεύθυνη όχι μόνο για έναν ευρύτατο αριθμό λειτουργικών πράξεων, αλλά και για την σύνθεση και διατήρηση των ιερών παραδόσεων της προφορικής ποίησης. Έτσι μια εκτενέστατη θρησκευτική γραμματεία σε σανσκριτική γλώσσα, που συντίθεται από το 1200 έως το 600 π.Χ. περίπου και είναι γνωστή με το όνομα Βέδα (ιερή Γνώση) είναι έργο των βραχμάνων ιερέων. Η γραμματεία αυτή αποτελεί την θεία αποκάλυψη του Ινδοϊσμού και ονομάζεται σρούτι, «εναρμόνιο άκουσμα», γιατί πιστεύεται ότι βγήκε κατά τα παλαιά χρόνια ως εναρμόνιος ήχος από την θεότητα, την άκουσαν με τα αυτιά της πνευματικής εμπειρίας και την είδαν με τα μάτια της πνευματικής θεωρίας εμπνευσμένοι σοφοί και οραματιστές (οι ρίσι) και την έφεραν στον κόσμο.
Μια ολόκληρη σειρά έργων (μεταξύ των οποίων τα μεγάλα έπη Μαχαμπάρατα καιΡαμάγυανα), που γράφονται από το 400 π.Χ. και έπειτα, συνιστούν την παράδοση (σμρίτι, κατά λέξη ανάμνηση) του Ινδοϊσμού. Έτσι ο Ινδοϊσμός κατέχει μια τεράστια γραμματεία, προϊόν πνευματικής δραστηριότητας τριών και πλέον χιλιάδων ετών, η οποία καλύπτει όχι μόνο την θρησκεία και την φιλοσοφία, αλλά και όλες τις πλευρές της πνευματικής και της κοινωνικής ζωής του Ινδοϊσμού.
Η πρώτη ομάδα της βεδικής γραμματείας αποτελείται από τέσσερις έμμετρες ή ασματικές συλλογές, οι οποίες περιέχουν mantra, δηλ. ύμνους στους θεούς, προσευχές, μαγικά άσματα, ευλογίες και εξορκισμούς. Η πιο σπουδαία από αυτές και η αρχαιότερη είναι η Ρικβέδα (η «γνώση των ύμνων», Ρίκ), σπουδαία ποιητική συλλογή, η οποία περιέχει ύμνους προς τους θεούς και διάφορα ποιήματα. Οι περισσότεροι από τους ύμνους αυτούς, οι οποίοι προϋποθέτουν μια μακρόχρονη και έμπειρη ποιητική παράδοση των βραχμάνων, ήταν προορισμένοι για λειτουργική χρήση. Συγχρόνως όμως ικανοποιούσαν και ευρύτερες θρησκευτικές και φιλολογικές ανάγκες της ψυχής του ανθρώπου. Έτσι ανάμεσα στους ανούσιους στίχους βρίσκονται πολυάριθμα στιχουργήματα υψηλής ποιητικής τέχνης και ευαισθησίας. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο ότι από την Ρικβέδα αντλήθηκαν οι περισσότεροι ύμνοι για να καταρτισθούν από τους βραχμάνους οι τρεις άλλες συλλογές που προορίζονται αποκλειστικά για λειτουργική χρήση: η Σαμαβέδα δηλαδή η «γνώση των ύμνων», λειτουργικό βιβλίο, Υμνολόγιο, που περιέχει τους ύμνους της λατρείας και τις μελωδίες τους, η Γιατζουρβέδα η «γνώση των ευχών», που περιέχει ευχές και αποτελεί το Ευχολόγιο των βραχμάνων ιερέων κατά τις ιερουργίες και τις θυσίες, και η Αθαρβαβέδα η «γνώση των εξορκισμών», βιβλίο με μαγικά άσματα και εξορκισμούς, με τα οποία οι ιερείς αποτρέπουν το κακό και εφελκύουν το καλό. 
Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει α) τις Βραχμάνες, βιβλία των ιερέων βραχμάνων (brâhmana), τα οποία θεμελιώνουν την λατρεία, δίνουν το τυπικό των τελετουργιών και θυσιών και σχολιάζουν με θεολογική και φιλοσοφική διάθεση τις τελετουργικές πράξεις της θυσίας, τους ύμνους και τις ευχές, β) τις Αρανύακες, βιβλία στοχαστικά ερημιτών βραχμάνων, που σήμερα ένα μέρος τους σώζεται στα λειτουργικά βιβλία των Βραχμανών και ένα άλλο, το σπουδαιότερο, στα στοχαστικά βιβλία των Ουπανισαδών, γ) τις Ουπανισάδες, σπουδαίες στοχαστικές, φιλοσοφικές και θεολογικές πραγματείες, που συζητούν, χωρίς ενιαίο σύστημα, θεμελιώδη υπαρξιακά, φυσικά και μεταφυσικά προβλήματα και αποτελούν το απόσταγμα του φιλοσοφικού και θεολογικού στοχασμού της Ινδίας, και δ) τα Σούτρα, εγχειρίδια με σύντομους τελετουργικούς κανόνες, τα οποία χρησιμοποιούν οι ιερείς κατά την ώρα της λατρείας και της θυσίας ως τυπικά για την ακριβή τέλεση και τελεσφόρησή της.
Δύο είδη λατρείας παρατηρούνται κατά την αρχαία εκείνη εποχή: 1) οι οικιακές λατρείες (grihya ή grihyakarmâni) που συνεχίζουν έως σήμερα, εξαρτώνται από μια απλή ιερή πυρά και έναν απλό ιερέα, συνήθως τον νοικοκύρη του σπιτιού, και γίνονται κάθε πρωί και βράδυ με περιποίηση των ειδωλίων των θεών, που βρίσκονται στους οικιακούς βωμούς, και προσφορές καρπών της γης, λουλουδιών και γάλακτος, και 2) οι μεγάλες δημόσιες λατρείες και θυσίες (śrauta) με περίπλοκο σύστημα τελετουργικών πράξεων, που χρειαζόταν τρεις ιερές φωτιές και ένα μεγάλο επιτελείο ιερέων, χωρισμένων σε τέσσερις ομάδες με επικεφαλής έναν αρχιερέα περιστοιχιζόμενον από τρεις τουλάχιστον ιερείς.
Οι αρχιερείς ήταν α) ο Hotar, ο «ικέτης αρχιερέας», που ως έργο του είχε να εκφωνεί μελωδικά, με τους ιερείς του, τους παρμένους από την Ρικβέδα ύμνους προς τους θεούς, καθώς και τους «ύμνους επικλήσεως» (Anuwâkyâ), με τους οποίους καλούσε τους θεούς να πάρουν μέρος στη θυσία και να φανούν ευνοϊκοί προς τους προσφέροντες την θυσία, β) ο Udgâtar, ο «αρχιερέας ψάλτης», ο οποίος συνόδευε με τους βοηθούς του την προετοιμασία και την προσφορά των δώρων της θυσίας με ύμνους και άσματα (σάμαν) της Σαμαβέδα, γ) ο Adhvaryu, ο «θύτης αρχιερέας», που εκτελούσε με την συνοδεία του όλες τις λειτουργικές πράξεις, πρόσφερε τα δώρα της θυσίας και έλεγε χαμηλοφώνως σύντομες ευχές (yajus), παρμένες από την Γιατζουρβέδα, και δ) ο Brâhman, ο «ανώτατος αρχιερέας», που έργο του είχε να εκφωνεί μαγικά άσματα και εξορκισμούς (αθάρβαν) από την Αθαρβαβέδα, για να προφυλάξει την θυσία από τις βλαβερές επενέργειες των δαιμόνων, οι οποίοι ορμούσαν από τα νότια του θυσιαστηρίου κάθε φορά που γινόταν λάθος σε μια τελετουργική πράξη ή στην εκφώνηση των ευχών και των ψαλμών. Γι’ αυτό οι βραχμάνοι αυτοί, που γνώριζαν καλά κάθε λεπτομέρεια της πολύπλοκης θυσίας και ήξεραν από μνήμης όλες τις ευχές, τα άσματα και τους εξορκισμούς, κάθονταν στα νότια του θυσιαστηρίου (ο νότος θεωρείται τόπος του θεού του θανάτου και των κακών δαιμόνων) και σε κάθε λάθος πρότειναν διόρθωση. 
Για τους λόγους αυτούς είχαν συσταθεί για κάθε Βέδα ειδικές σχολές μεταξύ των ιερατικών βραχμανικών οικογενειών, στις οποίες οι βραχμάνοι μάθαιναν από μνήμης με ακρίβεια και με την βοήθεια μιας μνημοτεχνικής μεθόδου, όλους τους ύμνους και όλο το τυπικό των τελετουργικών διατάξεων. Για την επιστήμη της φιλολογίας αυτό απέβη σπουδαίο, γιατί έτσι διασώθηκε ακεραία μια πανάρχαια έμμετρη φιλολογική δημιουργία.
Από τα μέσα της πρώτης χιλιετίας π.Χ., όταν αναπτύχθηκε ο στοχασμός τωνΟυπανισαδών και ανέκυψε η θρησκεία του Βουδισμού, που τάσσεται εναντίον των θυσιών και της φθοράς κάθε εμβίου όντος, έπαψαν οι αιματηρές θυσίες και παρέμειναν μόνο οι οικιακές λατρείες και οι τελετουργίες (pûjâ) στους μεγάλους ναούς με προσφορές και θυσίες καρπών της γης, γάλακτος, μέλιτος, βουτύρου και λουλουδιών. Σημαντική για την λειτουργική αυτή ανανέωση ήταν η σκέψη των συγγραφέων των Ουπανισαδών. Η προσπάθειά τους να ανακαλύψουν την αλήθεια που συνέχει τον κόσμο, δηλαδή το Ένα και αιώνιο, τους έφερε σε κάποια αντίθεση προς την καθιερωμένη λατρεία που είχαν συστήσει οι βραχμάνοι ιερείς. Οι μαγικές αντιλήψεις και οι ανεξήγητες τελετές χαρακτηρίζονται μάταιες και τονίζεται, ότι «όσοι επιδίδονται σ’ αυτές και θεωρούν τον εαυτό τους άνθρωπο με σύνεση και γνώση, χάνονται άσκοπα σαν τυφλοί που οδηγούνται από τυφλούς και δεν κατορθώνουν να φθάσουν ποτέ τον σκοπό τους». Οι βραχμάνοι διαιρέθηκαν πλέον σε ιερείς ναών, όπου κάνουν τελετουργίες και προσφέρουν στους θεούς τις παραπάνω αναίμακτες θυσίες, και σε δασκάλους (γκουρού), ειδήμονες της ιερής λυτρωτικής γνώσης. Αναπτύχθηκε επίσης η θεωρία ότι αυτοί, ως ειδήμονες της ιερής γνώσης, είναι δις γεγεννημένοι.
Από την μεσαιωνική εποχή και ύστερα, στην τάξη (βάρνα) των βραχμάνων εισήλθαν και άνθρωποι από κατώτερες ή περιθωριοποιημένες περιοχές με γλώσσες μη σανσκριτικής προελεύσεως, και σήμερα υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, μελαψοί ή λευκόδερμοι βραχμάνοι, ιδίως στην νότια Ινδία. Πολλοί από αυτούς είναι χαμηλόβαθμοι και ασκούν κατώτερα ιερατικά λειτουργήματα˙ είναι ιερείς κηδειών ή βοηθοί και προστάτες των λατρών των εισερχομένων στα ιερά. Άλλοι πάλι βραχμάνοι του χωριού ή της πόλης έχουν γίνει «πολυτεχνίτες»: καλούνται να απαγγείλουν mantra, να κάνουν τα εγκαίνια σπιτιού, να προβλέψουν ως οιωνοσκόποι τα μέλλοντα, να ευλογήσουν και να επικυρώσουν γάμους, να εξορκίσουν αρρώστιες, να αποτρέψουν το κακό μάτι, να περιποιηθούν τα αγάλματα και τις εικόνες των θεών στα οικιακά ιερά κ.λπ. Ωστόσο, οι βραχμάνοι των περίφημων ναών του Βισνού ή του Σίβα, έχουν περίβλεπτη θέση. 
Ο Βισνού, ο Σίβα και η Ντεβή είναι οι κύριες θεότητες του ινδοϊστικού πανθέου, που αποτελούν προσωποποιήσεις της κοσμικής δημιουργικής ενεργείας. Γύρω από τους θεούς αυτούς έχει συγκεντρωθεί, από τους τέσσερις ήδη προχριστιανικούς αιώνες, ο μεγαλύτερος όγκος του ινδικού λαού. Οι οπαδοί των θεών αυτών ονομάζονται οι μεν Σιβαΐτες ή Σάϊβα, οι δε Βισνουΐτες ή Βαϊσνάβα, ενώ οι λάτρεις της θεάς Ντεβή συγκροτούν τους οπαδούς του Σακτισμού και Ταντρισμού (Σάκτα και Τάντρα). Οι θρησκευτικές αυτές κοινότητες διαιρούνται σε πολλές σχολές και παρατάξεις, και κάθε μια από αυτές έχει πολύπλοκο θεωρητικό και λατρευτικό σύστημα με κοινά γενικά γνωρίσματα. Όσοι λατρεύουν τον Βισνού σέβονται επίσης τον Σίβα και τις θεές του ινδοϊστικού πανθέου, και αντιστρόφως.
Ο Βισνού είναι για τους οπαδούς του ο παγκόσμιος θεός και συχνά ταυτίζεται με την ύψιστη αρχή του κόσμου, το Βράχμαν. Είναι ο κύριος όλων των όντων, και μολονότι είναι αγέννητος και αθάνατος, γεννιέται συνεχώς, για να διασφαλίσει την τάξη του κόσμου. Ο Βισνού συνδέεται με την διδασκαλία για τις κατά καιρούς καθόδους και «εμφανίσεις» του (αβατάρα) στην ιστορία του κόσμου. Δεν πρόκειται βέβαια για πραγματικές καθόδους ή ενσαρκώσεις, έτσι ώστε μια για πάντα ο ίδιος θεός να γίνεται και τέλειος άνθρωπος, όπως στον Χριστιανισμό, αλλά για μορφές και προσωπεία που παίρνει κατά καιρούς και για ορισμένη χρονική περίοδο για να σώσει τον κόσμο. Οι μορφές αυτές έχουν μυθικό, κοσμογονικό και πολιτιστικό χαρακτήρα. Υπάρχουν πολυάριθμες «εμφανίσεις» (αβατάρα) του Βισνού. Ο Βισνού πήρε κατά καιρούς διάφορες μορφές ζώων και εμφανίσθηκε είτε ως ψάρι (ματσύα), για να σώσει την ανθρωπότητα από τον κατακλυσμό, είτε ως χελώνα (κούρμα), για να σώσει την ιερή γνώση (Βέδα), είτε ως αγριόχοιρος (βαράχα), λεοντάθρωπος (ναρασίμχα) ή νάνος (βάμαχα), για να σώσει την ανθρωπότητα από το κακό και τις δαιμονικές δυνάμεις. 
Οι κυριότερες όμως εμφανίσεις του είναι αυτές που πήρε με τη μορφή του Ράμα ή του Κρίσνα. Ο Ράμα είναι ένας ημίθεος του ινδοϊστικού πανθέου, ήρωας του σπουδαίου έπους της Ραμάγυανα, στο οποίο εξιστορείται πώς ο Βισνού ως Ράμα κατόρθωσε, μετά από πολλές περιπέτειες και αγώνες, να ελευθερώσει, με την βοήθεια των πιθήκων και του αρχηγού τους Χανουμάν (το θείο παίρνει ποικίλες όψεις) την θεά Σίτα και σύζυγο του Ράμα, που την είχε αρπάξει και την κρατούσε φυλακισμένη στη Σρι Λάνκα ο κακός δαίμονας Ράβανα. Ακόμη σπουδαιότερη είναι η όγδοη αβατάρα του Βισνού με την μορφή του Κρίσνα. Όπως μυθολογείται, ο Βισνού ήρθε στο τέλος του τρίτου κοσμικού αιώνα για να φονεύσει τον εχθρό των θεών και να δώσει στους ανθρώπους, για τον ερχόμενο σκοτεινό αιώνα που ζούμε σήμερα, νέες κατευθύνσεις και νέους δρόμους. 
Ο Ράμα και ο Κρίσνα ως αβατάρα του Βισνού είναι από τις πιο λαοφιλείς θεότητες της Ινδίας. Ο πρώτος γιορτάζεται με τελετές και πανηγύρια στα τέλη κάθε φθινοπώρου σε χιλιάδες χωριά και πόλεις, και θρησκευτικοί θίασοι αναπαρασταίνουν την ιστορία του. Κανένας άλλος ινδοϊστικός θεός δεν συνήρπασε τόσο την λαϊκή φαντασία και δεν ενέπνευσε ποιητές, συγγραφείς και λογοτέχνες, όσο ο Κρίσνα. Γιορτάζεται μεγαλοπρεπώς στην Ινδία κατά τον Φεβρουάριο-Μάρτιο, κατά την εαρινή ισημερία, με περιφορά του αγάλματός του, με χορούς και ιερές φωτιές στους δρόμους των χωριών και των πόλεων και με αναπαράσταση από θρησκευτικούς θιάσους των κατορθωμάτων του.
Όπως ο Βισνού έτσι και ο Σίβα λατρεύεται με 108 ή 1008 ονόματα. Ο Σίβα είναι ο ύψιστος θεός, ο δάσκαλος της γιόγκα και των γιόγκιν, ιδιαίτερα όμως ο θεός που συγκεντρώνει τις τρεις κύριες θεϊκές ιδιότητες: του δημιουργού, του συντηρητού και του καταστροφέα του κόσμου. Ως μεγάλος χορευτής χορεύει τον «εναρμόνιο συμπαντικό χορό» Ναταράτζα και συντηρεί το σύμπαν. Αντίθετα με τον άγριο χορό του, τον Τάνταβα, προκαλεί την καταστροφή του σύμπαντος για το ξαναδημιουργήσει νέο και ωραίο. 
Υπό το όνομα Ντεβή νοείται μία οποιαδήποτε από τις μεγάλες θεές του ινδικού πανθέου, και κυρίως η Λάκσμη, η Ντουργά, η Παρβατή και η Κάλη. Στους μύθους οι θεές αυτές παρουσιάζονται ως σύζυγοι των διαφόρων θεών, στην θεολογική όμως και μεταφυσική σκέψη συμβολίζουν την δημιουργική θεία ενέργεια. 
Στις κύριες αυτές θεότητες έχουν αφιερωθεί πολλοί ναοί, απλοί αλλά και πολυώροφοι και πυραμοειδείς. Ο θεμελιώδης σκοπός του ινδοϊστικού ναού είναι να κρατήσει ζωντανή την παρουσία ενός θεού, ο οποίος δρα ως πνευματικός φύλακας της κοινότητας ή της οικογένειας. Γι’ αυτό ο ναός θεωρείται κατοικία του θεού, όπου ο θεός έρχεται σε εγγύτητα με τους λάτρεις του και χαρίζει ευλογίες, όταν ευαρεστείται, και θλίψεις, όταν οργίζεται. Έτσι χρειάζεται τον ανάλογο εξευμενισμό με λατρεία και δεήσεις. Ο πυρήνας του ναού είναι η μεγάλη αίθουσα, όπου βρίσκεται το άγαλμα ή το ιερό αντικείμενο της θεότητας και συμβολίζει την θεία παρουσία και εγκατοίκηση.
Πρόκειται για μια κλειστή αίθουσα που συγκοινωνεί με έναν μακρύ διάδρομο με την αίθουσα ή τις αίθουσες, όπου συναθροίζεται ο λαός, και στο βάθος του διαδρόμου βρίσκεται το άγαλμα της θεότητας, έτσι ώστε να είναι ορατό μεν από τον λαό, αλλά και σε «ιερή» απόσταση από αυτόν. Στην ιερή αυτή αίθουσα εισέρχονται οι ιερείς, υπηρετούν τον θεό και προσφέρουν την τελετουργική θυσία, την pûjâ: λούζουν το άγαλμα του θεού, το χρίουν με βούτυρο ή λάδι και το στολίζουν με στολίδια που προσφέρουν οι πλουσιότεροι των λατρών. Ακολούθως το χαιρετούν, το φωτίζουν, σείοντας μπροστά του μια κανδήλα, και του προσφέρουν εκλεκτές τροφές, αρώματα και λουλούδια πλεγμένα σε γιρλάντες. Ενίοτε το ψυχαγωγούν με μουσική και χορό. Τελικά ο ιερεύς βγαίνει από το ιερό φέροντας τις προσφορές, οι οποίες έχουν καθαγιαστεί με την κοινωνία τους με την θεότητα, και τις διανέμει στον λαό. 
Πάνω από το ιερό υπάρχει συνήθως ένας πυραμοειδής πύργος που στεφανώνει τον ναό. Ο πύργος συμβολίζει το μυθικό βουνό Μερού, κέντρο του κόσμου κατά την ινδική μυθολογία. Οι τεράστιοι ναοί είναι συνήθως διακοσμημένοι μέσα και έξω με πολυάριθμες ανάγλυφες παραστάσεις και συμπλέγματα θεών και δαιμόνων, που εξιστορούν τις μυθολογίες τους, την ζωή και τα κατορθώματά τους εναντίον των κακών δυνάμεων. 
Παρά τον όγκο των ινδοϊστικών ναών, η αίθουσα συναθροίσεως του λαού δεν χρειάζεται να είναι μεγάλη, γιατί κατά κανόνα ο λαός στέκεται όρθιος, έρχεται και φεύγει και ο ιερεύς επαναλαμβάνει την θυσία και την διανομή των προσφορών τόσες φορές, όσο είναι αναγκαίο για τις νέες ομάδες των πιστών, που καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας έρχονται, προσκυνούν τη θεότητα και φεύγουν. Μετά από τον καθορισμένο χρόνο της ακροάσεως οι πύλες κλείνουν και ο θεός κοιμάται. 
Ο τρόπος συμμετοχής των ινδοϊστών στη λατρεία δείχνει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται την έννοια της απολύτρωσης. Η απολύτρωση, ή καλύτερα, η απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά του δεινού κύκλου των μετενσαρκώσεων (σαμσάρα), δεν είναι έργο συλλογικό, αλλά απολύτως ατομικό. Ο άνθρωπος απολυτρώνεται ως μεμονωμένο μόνον άτομο και με τις δικές του προσωπικές προσπάθειες και όχι συλλογικά και με τις προσευχές των άλλων. Η σωτηρία είναι καθαρά ατομική υπόθεση. Γι’ αυτό και η λατρεία που γίνεται στους ναούς δεν είναι συλλογική αλλά ατομική. Δεν συμμετέχει σύσσωμος ο λαός σε κάποιο μυστήριο προσωπικής ή συλλογικής σωτηρίας, όπως στον Χριστιανισμό, αλλά ο καθένας προσεύχεται για την δική του σωτηρία και όχι για την σωτηρία των άλλων, των συγγενών ή φίλων, των οποίων τα έργα δεν μπορεί να αλλάξει.
Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά της ινδοϊστικής σκέψης για την σωτηρία από την χριστιανική, κατά την οποία η σωτηρία είναι έργο όχι μόνον ατομικό, αλλά και συλλογικό. Πραγματοποιείται με το απολυτρωτικό έργο του θεανθρώπου Χριστού και μέσω της χάριτος των μυστηρίων της Εκκλησίας και των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, και περιλαμβάνει ολόκληρη την ανθρωπότητα και όλον τον κόσμο. Όχι μόνον ο άνθρωπος ατομικά και συλλογικά σώζεται και οντολογικά ανακαινίζεται, αλλά και ο κόσμος ολόκληρος αναπλάθεται, απαλλάσσεται από την φθορά και αναμορφώνεται: «Καινούς γαρ ουρανούς και γην καινήν κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκώμεν, εν οις δικαιοσύνη κατοικεί» (Β΄ Πέτρου, 3, 13). Κατά την ινδική σκέψη η απολύτρωση δεν αφορά τον κόσμο όλο, αλλά μόνον τα κατά μέρους άτομα. Ο νόμος του κάρμαν είναι αυστηρά προσωπικός και δεν θα καταργηθεί ποτέ. Ο κόσμος θα συνεχίζει, καταστρεφόμενος και αδρανώντας κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα (πραλάγια), να είναι όπως είναι και να περιδινούται, και πολυάριθμες ψυχές θα περιπλανώνται αιωνίως στον πικρό κύκλο των γεννήσεων και των θανάτων.
Ωστόσο το συλλογικό στοιχείο, αίτημα της ανθρώπινης ψυχής, δεν λείπει. Οι ινδοϊστές προσεύχονται στους ναούς και συμμετέχουν στα μεγάλα πανηγύρια όχι τόσο για την απολύτρωση τους, όσο για την ατομική και συλλογική ευημερία τους, την προκοπή των τέκνων, την καλή συγκομιδή, την ειρήνη, την ίαση ασθενειών και λοιπά. 
Οι θρησκευτικές γιορτές και τελετουργίες του ινδοϊστικού έτους είναι αναρίθμητες. Θα παρουσιάσουμε τις κυριότερες από αυτές, που δίνουν επίσης μια ιδέα της πολυπλοκότητάς των. Ποικιλία εορτών υπάρχει πρώτον όχι μόνο στις μεγάλες επαρχίες, όπου τοπικές λατρείες αρχαιοτάτων χρόνων συναναμείχθηκαν με τον καιρό και έδωσαν ορισμένες μεγάλες λατρευτικές τελετές με πολύπλοκο τυπικό, αλλά και εορτές ενός μόνου τόπου ή μιας μικρής επαρχίας. Δεύτερον, χωρικοί ενός τόπου ή μιας επαρχίας παρακολουθούν ένα μόνο μέρος των μεγάλων ετησίων εορτών, γιατί η συμμετοχή ή μη έχει άμεση σχέση με την κάστα, τα οικογενειακά έθιμα και τις θρησκευτικές προκαταλήψεις. Ακόμη και σε μια εορτή που αναγνωρίζεται ως πανινδική παρατηρούνται τοπικές διαφορές ως προς τον χρόνο τελέσεως και τις ιδιότητες της εορτής που εξαρτώνται από το μυθικό υπόβαθρο. Ακριβώς η δομή των μύθων δίνει και τους συμβολισμούς των τελετουργιών. Η χρήση των πολύπλοκων ημερολογίων (παντσάνκγρα), φανερώνει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα που έχει η ινδοϊστική αντίληψη για τον χρόνο και τους κατάλληλους και ευνοϊκούς καιρούς για την τέλεση της λατρείας και των εορτών. 
Το έτος είναι η κύρια μονάδα του χρόνου, και ένα έτος είναι ισοδύναμο με μια θεϊκή ημέρα. Με βάση την χρονική αυτή μονάδα υπολογίζεται ο χρόνος, ο οποίος εκτείνεται προς δύο κατευθύνσεις: προς τα άνω, και συνιστά τον θεϊκό χρόνο, και προς τα κάτω και συνιστά τον ανθρώπινο και κοσμικό χρόνο. Οι μικρές μονάδες, από το έτος και κάτω, εξαρτώνται από αστρολογικούς υπολογισμούς και αφορούν αμέσως τους ανθρώπους και τα πράγματα του κόσμου. Οι μεγάλες μονάδες που δίνει η κοσμογονία των Πουράνα (βιβλίων με τον τίτλο, Αρχαίες Ιστορίες), είναι στην βαθμίδα των θεών και δεν έχουν σχέση με κοσμικούς και αστρολογικούς υπολογισμούς. Ο χρόνος βέβαια είναι ασύλληπτος στην απειρία του. Ωστόσο η εσχατολογική θεώρηση της κοσμογονίας όχι μόνο διδάσκει ότι ο χρόνος είναι κατά βάση κυκλικός και υπόκειται σε περιοδική ακμή και παρακμή (πραλάγια), κατά το σχήμα: δημιουργία, παρακμή, απορρόφηση, αδράνεια και αναδημιουργία, αλλά καθιερώνει επίσης και βαθμίδες κοσμικών περιόδων και αξιών, κατά τις οποίες αποκαλύπτεται το θείο στον παρόντα κόσμο. Επειδή ο άνθρωπος είναι το μόνο ικανό ον να σκέπτεται και να ενεργεί με σκοπό, σημαίνει ότι με την λατρευτική δραστηριότητα του είναι επίσης ο μόνος ικανός να στηρίξει και να συντηρήσει ολόκληρη τη δομή του κόσμου με τους δύο πόλους του∙ δηλαδή την απελευθέρωσή του από την ανακύκληση και την απορρόφησή του στο Απόλυτο, και την συνέχιση της παρούσας μορφής του κόσμου. Με βάση αυτή την κοσμολογία καθορίζεται το εορτολόγιο του Ινδοϊσμού. 
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Ινδοϊσμός, τον οποίον υπηρετεί το ιερατείο του, είναι σημαδεμένος με παράδοξα και πολικότητες. Από τη μια μεριά η σκέψη του στην υψηλή στοχαστική της έκφραση είναι η αναζήτηση και βίωση του απολύτου, ή καλύτερα η ανάγκη του ανθρώπου να βρει μέσα του την απειρία του όντος και να ζήσει στα βάθη της υπάρξεώς του το μυστήριο του είναι. Από την άλλη θα φανεί παράξενο, αν τονισθεί ότι οι περισσότεροι από τους Ινδούς, και όταν ακόμη πιστεύουν στον ένα θεό ως την μόνη και απόλυτη αλήθεια του είναι, δεν παύουν να λατρεύουν και πολλούς άλλους θεούς. Στην πραγματικότητα βέβαια, πίσω από την πληθώρα των θεών υπάρχει η πίστη του Ινδού στη μια και απόλυτη αλήθεια, η οποία είναι η αιώνια αρχή και η ουσία της υπάρξεως. Η αλήθεια αυτή εκφράζεται με πολλά ονόματα, γιατί παίρνει πολλά προσωπεία, με τα οποία αποκαλύπτεται στον συμβατικό κόσμο. Έτσι μέσω των πολλών θεοτήτων, των μορφών, των ομοιοτήτων και εικόνων των θεών, ο πιστός επιχειρεί να αναχθεί στην ιδέα του θεού, σε μια περιγραφή των ιδιοτήτων του. Στην Μούντακα Ουπανισάδα (ΙΙ, 1,1-4,10) η ιδέα αυτή εκφράζεται με τον εξής συλλογισμό:
αυτή είναι η αλήθεια∙όπως από μια καλοαναμμένη φωτιά χιλιάδες αναπέμπονται σπίθες, έτσι αναπηδούν από το Άφθαρτο τα παντοειδή όντα…
Χαρακτηριστικό επίσης είναι το εξής γλαφυρό ανέκδοτο: 
«Είναι και το λιοντάρι όψη του θεού, γέροντα βραχμάνε;», ρωτά ο μαθητής τον δάσκαλό του. «Βέβαια παιδί μου. Στο πρόσωπό του βλέπεις το μεγαλείο του». Την άλλη μέρα που η διδασκαλία γίνεται στο δάσος, προβάλλει έξαφνα ένα λιοντάρι. «Τρέξετε να κρυφτείτε», φωνάζει ο δάσκαλος˙ όλοι φεύγουν πλην του νέου, ο οποίος κάθεται να θαυμάσει το μεγαλείο του Θεού. Κυνηγοί προσέτρεξαν και τον έσωσαν. Ρωτά ο δάσκαλος τον μαθητή: «γιατί δεν έφυγες παιδί μου;». «Μα δάσκαλε, εσύ δεν είπες ότι σε όλα τα πράγματα και τα όντα βλέπουμε την αποκάλυψη του Θεού;». «Ορθά», αποκρίθηκε ο δάσκαλος, «αλλά δεν άκουσες τη φωνή του Θεού που φώναζε–φύγετε από το πρόσωπό μου;».


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΕΔΩ
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ  www.egolpion.com
2 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2011

Περισσότερα για την θρησκεία του Ινδουισμού
παρακαλώ επισκευθείτε τη σχετική υποσελίδα μας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου