Σελίδες

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ : 4ος ΑΙΩΝΑΣ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ

Του συνεργάτη μας Ιγνατίου Ε. Γ

Ο όρος θεωρία κατά τον Γρηγόριο Νύσσης χαρακτηρίζει την ιδιομορφία της εξηγητικής παραδόσεως των Ελλήνων Πατέρων.
Χρησιμοποιεί τον όρο θεωρία με τριπλή έννοια :
α) Το κρυπτό μυστικό νόημα που αφορά την πνευματική πραγματικότητα το οποίο κρύβεται πίσω από το γράμμα της Γραφής.
β) Τη Θεία οικονομία η οποία προεξαγγέλλεται στις προφητικές επαγγελίες.
γ) Την προφητική διόραση των συγγραφέων της ΠΔ οι οποίοι θεωρούσαν κατ’ ουσίαν και καθ’ υπερβολήν τα μελλοντικά εσχατολογικά γεγονότα.
Θεωρία είναι ο έλεγχος και το νόημα του κείμενου, η γραμματική είναι η κατά λέξη θεωρία.
Οι αρχές της θεωρίας είναι :
1)θεολογική γνωσιολογία : η Θεία ουσία είναι αμέθεκτη, άγνωστη και υπερβάλλει των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Τα ονόματα δεν προσδιορίζουν τη φύση του Θεού αλλά δηλώνουν τις θείες ενέργειες. Η γνώση του Θεού περιορίζεται στη γνώση... των ενεργειών του, διάμεσου των Ονομάτων. Ο Ανθρώπινος λόγος είναι η υγιής κίνηση της διάνοιας προς τη γνώση και θεωρία των όντων. Με τη θεωρία των ονομάτων δημιουργεί ο Γρηγόριος νέες υπαρξιακές κατηγορίες της θεολογικής γνωσιολογίας και έτσι επιλύει το γνωσιολογικό ζήτημα.
2) Σχέση αισθητού και νοητού κόσμου. Το αισθητό λειτουργεί ως χειραγωγία του νου προς το νοητό το οποίο νοητό θεωρείται μέσα στο αισθητό. Γίνεται μίξη αισθητού και νοητού μέσα στην Εκκλησία και ο Γρηγόριος την ονομάζει ανάκραση με αιτία την ενσάρκωση του Υιού. Η κτιστή αίσθηση ανάγει στην δόξα του Θεού επειδή δια των ενεργειών του ο Θεός «θεωρείται» από την διάνοια του ανθρώπου.
3) Η ενσάρκωση του Θεού – Λόγου. Κατανοείται στη συνάφεια της συγκαταβάσεως όπου η ανθρώπινη φύση του Κυρίου ανάγει στη γνώση του Πατρός. Στην ενσάρκωση αντιστοιχεί και η φύση της Γραφής όπου «είναι ένας γραπτός λόγος στο μέτρο των ακοών ημών».Η Γραφή έχει διπλή φύση και ο λόγος της είναι μεικτός ανθρωποειδής και θεοπρεπής. Όπως η ανθρώπινη φύση του Κύριου έτσι και η Γραφή είναι φορτισμένη με την ενέργεια της θεότητος. Το μυστήριο του Κυρίου καθορίζει την ερμηνεία της Γραφής.
4) Φύση και λειτουργία του βιβλικού λόγου. Είναι σύμμετρος με την ανθρώπινη φύση και την χειραγωγία προς το ζητούμενο. Αποτελείται από το σωματικό και το πνευματικό γράμμα. Το γράμμα εκφράζει την πεπερασμένη πραγματικότητα και ποτέ την ουσία. Όταν αναφέρεται στη θεότητα πρέπει να ερμηνεύεται με τρόπο θεοπρεπή και ποτέ με την γραμματική έννοια. Χρειάζεται να γίνει μετάθεση της γραμματικής έννοιας προς το υψηλότερο νόημα στη συγκατάβαση του Θεού λόγου όπου αντιστοιχεί η ανάβασις του ανθρώπου.
5)Σχέση γράμματος και Πνεύματος. Το γράμμα ανταποκρίνεται στα ανθρώπινα του Κυρίου και είναι διαβεβαίωση της θεότητας. Είναι φορέας το γράμμα της θείας ενέργειας που έλκεται προς τη θεότητα. Είναι  «προσωπείο» και διάμεσου του γράμματος προβάλλεται η θεωρία. Δεν υπονοείται εδώ υποτίμηση του γράμματος έναντι του Πνεύματος.
6)θεοπνευστία της Αγίας  Γραφής. Αφορά πρωτίστως τα ιστορικά γεγονότα ενώ η γλωσσική καταγραφή τους επιβάλλεται από αυτά. Ο λόγος της Γραφής ως ανθρώπινος λόγος έλκεται προς το θειότερο. Η θεοπνευστία έχει ως άμεση συνέπεια τη θεωρία και το πνευματικό νόημα του κειμένου. Το πνευματικό νόημα αφορά πάντα τη θεότητα προς την οποία αδυνατεί να οδηγήσει μονή της η Ιστορική ερμηνεία.
Α) Ιστορική και Πνευματική θεωρία της Γραφής
Η παλαιότερη έρευνα διαφοροποιούσε σημαντικά τις δύο σχολές ως προς την παράδοση της ερμηνείας και τις αντιδιάστελλε προς άλλους κύριους εξηγητικούς όρους όπως  αλληγορία, τύπος, αναγωγή, προφητεία.
Δεν αναφέρεται μόνο στο τυπολογικό η το πνευματικό νόημα. Είναι ερμηνευτική αρχή τόσο της Γραφής όσο και της Ιστορικής πραγματικότητας. Η θεωρία ενοποιεί τις δύο απόψεις του βιβλικού λόγου την σωματική και την πνευματική και δεν υπάρχει διαφοροποιημένο διπλό νόημα. Ο λόγος έχει διπλή φύση και η θεωρία ορίζεται ανάλογα με το χώρο που εφαρμόζεται ως ιστορική, φυσική, τροπική ενώ κατά τον τρόπο της εφαρμογής της ως εξεταστική, στοχαστική, ευρετική, διορατική, εποπτική. Στην Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια υπάρχει η καθιερωμένη έννοια της θεωρίας ως ερμηνείας των ανθρωποπαθειών.
Θεολογικές και ερμηνευτικές συνέπειες της θεωρίας :
1)Εμπέδωσε την καθιερωμένη παράδοση από τον Μ. Αθανάσιο η οποία κατήργησε την νεοπλατωνική διάκριση ανάμεσα στον αισθητό και τον νοητό κόσμο. Το ορατό είναι το υπόβαθρο προς το αόρατο. Η φιλοσοφική διάκριση της πράξεως από τη  θεωρία υπερβλήθη  και έτσι με τον όρο «ενσάρκωση» η θεωρία είναι εξόχως πρακτική υπόθεση.
2) Έδωσε σθεναρή έμφαση στα ιστορικά γεγονότα  και ανεζήτησε σε αυτά τη δυναμική τους προοπτική όπου η ιστορία είναι φορτισμένη με την ενέργεια του Θεού. Κατά συνέπεια η βιβλική ερμηνεία του Γρηγορίου δεν είναι ερμηνεία κειμένων αλλά ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ.
3)Η θεωρία δεν είναι εκ των υστέρων αυθαίρετη διείσδυση στο υποτιθέμενο μυστικό βάθος  του γράμματος αλλά η ίδια η ιστορία περιέχει μέσα της τον Θείο σκοπό. Η θεωρία αφορά τόσο το συγγραφέα όσο και τον ερμηνευτή.
4)Διόρθωσε την ιστορική αρχή των Αντιοχειανών όπου έβλεπαν τη θεωρία ως τεχνικό εξηγητικό όρο .Έδωσε νέα στοιχεία όπως α) η θεωρία είναι η μοναδική και επιβαλλόμενη μέθοδος του Ακατάληπτου και απρονόητου Θεού. Συνέδεσε τη βιβλική ερμηνευτική με τη θεολογική γνωσιολογία β) η θεωρία είναι υπαρξιακό γεγονός αναβάσεως της ψυχής  από την υλικότητα και τη φθαρτότατα στην πνευματική σφαίρα του προσωπικού Θεού.
5)Αδιαφορεί αν η ορθή μέθοδος ονομάζεται αλληγορία, τροπολογία ή όπως αλλιώς. Πρωτεύει πάντα η δια της αναγωγής θεωρία. Σκοπός της βιβλικής ερμηνείας είναι η Αποκάλυψη του θείου σχεδίου. Θεωρία είναι η κατάληψη της ακολουθίας είτε ως ιστορικής είτε ως πνευματικής είτε και τα δύο.
Η θεωρία αφορά κατά πρώτον την ερμηνεία των ιστορικών λόγων και κατά δεύτερον την προσαρμογή τους σε πνευματικό λόγο και όχι απλά την αίσθηση ενός υπερβατικού γεγονότος. Η Αγία Γραφή είναι κείμενο χειραγωγίας και πορείας αναβατικής προς τη θεωρία του αόρατου και ακατάληπτου Θεού.

Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός
Για τις διάφορες περιπέτειες της ζωής του αναζητάει αναγωγή στα θεϊκά πρόσωπα της Αγίας Γραφής.
Α) Ιστορική Αποκάλυψη του Θεού.
Πραγματεύεται το αν και κατά πόσο είναι δυνατή η εκ μέρους του ανθρώπου γνώση του Θεού πράγμα  το οποίο ανέπτυξε στη συζήτηση περί του Τριαδολογικού δόγματος.
Η ίδια η Γραφή μαρτυρεί ότι είναι αόρατο και ακατάληπτο το Θείο. Παρόμοια άποψη εκφράζουν και οι Έλληνες φιλόσοφοι. Ο Γρηγόριος παρότι χρησιμοποίει φιλοσοφική ορολογία διορθώνει στη ρίζα την ελληνική μεταφυσική και λογική.Ο Θεός μπορεί να σκιαγραφηθεί με τον ΝΟΥ αμυδρά.Πρόκειται για ίνδαλμα και φαντασία.Η σκιαγράφηση αυτή δεν αφορά τα του Θεού αλλά τα κατά τον Θεόν.Δεν είναι αναγωγική γνώση από τα κάτω στα άνω.Η αδυναμία γνώσεως του Θεού από τον άνθρωπο δεν στερείται παντελώς όπως κατηγορούσαν τους ορθόδοξους οι Ευνομιανοί.Ο Γρηγόριος αναφέρει την αγνωσία στο «τι εστιν» ο Θεός και όχι στο «ητις εστιν».Ο άνθρωπος μπορεί μόνο να συλλάβει τη γνώση των όντων μερικώς.Προκείμενου περί του Θεού η γνώση του ανθρώπου είναι ατελής και μερική η οποία πάλι παρέχεται από τον Θεό.Την πορεία του ανθρώπου προς τον Θεό θα παρομοιάσει ο Γρηγόριος σαν αυτή του ΜΩΥΣΗ.Οπότε αφού απαλλαγεί από την ύλη ο άνθρωπος καταλήγει στον θείο γνόφο και εκεί ατενίζει μόνο τις ιστορικές του ενέργειες και μάλιστα τις έσχατες που φθάνουν στον άνθρωπο.Αυτή η γνώση αντανακλάται στο κάλλος των κτισμάτων.Ο Θεός όμως δεν θέλησε να αφήσει τον άνθρωπο σε αυτή την ατελή γνώση.Έδωσε σπέρματα αυτής της γνώσεως και γίνεται ο ίδιος ληπτός- μεθεκτός κατά τις ενεργειές του.
Αν ο Θεός δεν συγκατέβαινε λίγοι θα τον αναζητούσαν.Για το λόγο αυτό πρώτα κατεβαίνει ο ίδιος και μετά ανάγει τον άνθρωπο από την ταπείνωσή του ώστε να γνωσθεί μετρίως στην ανθρώπινη φύση όσο επιτρέπεται και όσο ανταποκρίνεται στο μετρό της καθάρσεως. Συνεπώς υπάρχει «τάξις» και «στάσις».
Την πρώτη συγκαταβατική κίνηση του Θεού (σάρκωση)  την ολοκληρώνει με τη δεύτερη όπου δίνει την δυνατότητα στον ανθρώπινο λόγο να μιχθεί με τον Θείο Λόγο. Ότι γνωρίζει ο άνθρωπος εδώ όμως είναι ένα μικρό  απαύγασμα του Θείου φωτός.Σπέρματα και ινδάλματα παρέχει ο ίδιος ο Θεός.Απορρίπτει ο Γρηγόριος την τέλεια γνώση του Θεού με τα κινήματα του νου.Ο ίδιος ο Θεός προσφέρει ως γνώση τον σαρκωθεντα Λόγο στους καθαρούς.
Το τι μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος στο Θεό έχει να κάνει με τη θεωρία των ονομάτων. Οι Ευνομιανοί θεωρούσαν ότι οι ορθόδοξοι εγκλωβίζουν την αλήθεια στα ονόματα ΕΝΩ ο Γρηγόριος θεωρούσε ότι η θεία ουσία μπορεί να γνωσθεί με βάση τα ονόματα που δίδει η Γραφή.Διακρίνει τα πράγματα απο τα ονόματα. Τα ονόματα αφορούν και εκφράζουν τις ενέργειες του Θεού που φτάνουν στον άνθρωπο και ποτέ δεν δηλώνουν την ουσία η οποία είναι ακατονόμαστη. Υπάρχει πολλαπλή σχέση των ονομάτων προς τα πράγματα.
Η Γραφή αποδίδει πολλές ανθρώπινες ιδιότητες στο Θεό όπως ότι υπνεί, οργίζεται, βαδίζει κ.λ.π.Αυτές δεν τις τελεί ο Θεός αλλά πλάθονται από τον άνθρωπο με αφορμή τα ανθρωπινά.Οι πράξεις αυτές αποδίδουν αναγωγικά με ειδική έννοια στο Θεό διάφορες δυνάμεις η ενέργειες.Ο Γρηγόριος με την επιχειρηματολογία του αυτή αποδεικνύει ότι δεν είναι δυνατόν με βάση τα ονόματα η τις συλλαβές να αναχθούμε στη φύση του Θεού.Η πολλαπλή σχέση ονομάτων και πραγμάτων ανάγει δια της Γραφής στη γνώση του Θεού τόσο με την ιστορική όσο και με την αναγωγή στο νοούμενο.Όταν αναβλέψει ο νους προς τα άνω και αποτύχει προς τη γνώση του Θεού τότε αποδίδει σε Αυτόν την έννοια του άναρχου που εννοεί το άπειρο και ανέκβατο.Όταν βλέπει προς τα κάτω ονοματίζει τον Θεό αθάνατο και ανολεθρο.Όταν θελήσει να συνενώσει τις δύο έννοιες τότε καταλήγει να ονομάζει τον Θεό αίδιο και αιώνιο.
Διακρίνει τα ονόματα της εξουσίας από τα ονόματα της Οικονομίας.Την ιστορική οικονομία δείχνουν τα ονόματα του Αβραάμ και του Ισαάκ.Τα ονόματα αυτά δείχνουν την τριπλή διαβάθμιση,  το «θεός των εκδικήσεων» αναφέρεται στο φόβο, το «Θεός των σωτήριων» αναφέρεται στην ελπίδα, το «Θεός των αρετών» στην άσκηση.
Θεωρία και πράξη.Διαιρεί τη φιλοσοφία σε θεωρία και πράξη.Η πρώτη είναι υψηλότερη ενώ η δεύτερη ταπεινότερη.Η θεωρία ανάγει στο Θεό ενώ η πράξη υποδέχεται και θεραπεύει τον Χριστό με τα έργα.Ο αληθινός Θεολόγος είναι αυτός που δια της φυλακής των εντολών καταντά στη θεωρία.Απαράβατος όρος είναι η διάβαση της φύσης δηλαδή του σαρκικού νέφους.Η βιβλική ερμηνεία είναι μία νηπτική διαδικασία που συμπίπτει με τον απόλυτο σκοπό την προσωπική θεογνωσία.


Β) Η τάξις της Θεολογίας
Ερμηνεύει τη σχέση των δύο διαθηκών και την Αποκάλυψη του Θεού σε αυτές.Με αναφορά στο Εβρ 12,26 αναγνωρίζει δύο σεισμούς στην ιστορία της ανθρωπότητας.Η πρώτη είναι από τα είδωλα στον Νόμο.Η δεύτερη είναι από το Νομό στο Ευαγγέλιο.Πρόκειται για πληρέστερη Αποκάλυψη και ο Θεός ενέργει παιδαγωγικώς.Με την πρώτη κατάργει τα είδωλα αλλά επιτρέπει τις θυσίες.Με τη δεύτερη κατάργει τις θυσίες και διατήρει την περιτομή.Με τον τρόπο αυτό τα έθνη μετατρέπονται σε Ιουδαίους και οι Ιουδαίοι σε Χριστιανούς.Με τις επιμέρους μεταθέσεις οι άνθρωποι κλέπτονται στο Ευαγγέλιο.Το κύριο μέλημα του Γρηγορίου είναι να αποδείξει την προοδευτική Αποκάλυψη του Θεού.Η Π.Δ κηρύσσει φανερά τον Πάτερα και αμυδρά τον Υιό.Η ΚΔ φανερώνει τον Υιό και υποδεικνύει την θεότητα του Αγίου Πνεύματος.Με την Πεντηκοστή εμπολιτεύεται το Πνεύμα και καθιστά σαφέστατη την θεότητά του.Η τάξη αυτή οφείλεται στο ότι δεν μπορεί να κηρυχθεί φανερά ο Υιός στην ΠΔ επειδή δεν αναγνωριζόταν πλήρως η θεότητα του Πατρός αλλά ούτε είναι δυνατόν να γίνει παραδεκτή η θεότητα του Αγίου Πνεύματος αν δεν ωμολογείτο η θεότητα του Υιού.Έπρεπε να προετοιμασθεί προοδευτικά η ανθρωπότητα για την Αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού.Η ουσία της θεότητος φανερώνεται και ολοκληρώνεται στην ΚΔ.Η Πεντηκοστή αντιστοίχει με την ενσάρκωση του Υιού.Την ανάληψη ακολούθει η Πεντηκοστή. Έπρεπε πρώτα να ολοκληρωθεί το έργο του Κύριου και έπειτα να αποσταλεί το Άγιο Πνεύμα.Κάθε αληθινή θεογνωσία προϋποθέτει τη γνώση του Αγίου Πνεύματος.Την πορεία της σωτηρίας καθορίζει η προοδευτική και κατά στάδια Αποκαλύψη που προσαρμόζεται στις συνθήκες του ανώριμου ανθρώπου της Π.Δ αρχικά και ολοκληρώνεται με την αποστολή του Αγίου Πνεύματος την Πεντηκοστή.Την προοδευτική αυτή κίνηση ο Γρηγόριος την χαρακτηρίζει «αμυδρώς – εκτυπώτερον – τελεώτερον».Θα ήταν ατελής η θεότητα στην ΠΔ αν δεν υπήρχε το Άγιο Πνεύμα το οποίο μετά την Πεντηκοστή αποκαλύπτεται ουσιωδώς.
Ο Γρηγόριος χρησιμοποίει την καινοφανή θεωρία των «υφαιρέσεων» και των «προσθηκών».Οι υφαιρέσεις αφορούν την  κατάργηση των ειδώλων αρχικά και την κατάργηση του Νόμου αργότερα.Οι προσθήκες αφορούν την πρόοδο και την προκοπή από δόξα σε δόξα μέχρι την έκλαμψη του φωτός.Η αφαίρεση αφορά την αποκάθαρση της θρησκείας του Ισραήλ και προετοιμάζει την ανθρωπότητα να δεχθεί τις προσθήκες.


Γ) Η τάξη της Θείας Οικονομίας
Ορισμός της Οικονομίας.Επειδή δεν ήταν δυνατόν να θεραπευθεί μόνος του ο άνθρωπος ο Θεός οικονομεί την επανόρθωση.Για το σκοπό αυτό δίνει ως πρώτη βοήθεια το Νομό ως είδος τειχίσματος ανάμεσα στο Θεό και στα είδωλα ο οποίος αποτρέπει την ειδωλολατρία και επαναφέρει προς τον Θεό.Στη συνέχεια καταλύει τις θυσίες και με  τις μικρές αυτές υφαιρέσεις μετάγει τον άνθρωπο στο Ευαγγέλιο.Και μετά τον Νομό ο Θεός συνεχίζει να παιδαγωγεί δια σημείων σε πολλά γεγονότα του Ισραήλ.Ο Ισραήλ απειθεί συνεχώς  και καταλήγει σε χειρότερα αμαρτήματα.Τα μείζονα αμαρτήματα χρειάζονται μείζονα βοήθεια όπου αυτή την προσφέρει ο Χριστός.Από την Εβραική συναγωγή στη συναγωγή εις Χριστόν.Ο Νόμος έχει διπλή όψη την κατά γράμμα και την κατά πνεύμα.Το γράμμα αφορά την εξωτερική έννοια και το πνεύμα το ένδοθεν το κρυπτόμενο.Και οι δύο διαθήκες ισχύουν στην Εκκλησία αλλά ο Νόμος μόνο κατά το κρυπτόμενο και πνευματικό νόημά του.Την ειδική σημασία της ιστορίας της Π.Δ επεξηγεί ο Γρηγόριος με τους πολλούς τύπους που αποτέλει μετάβαση προς τα ορατά και τελειότερα (η πρώτη γυναίκα προς την παρθένο η Εδέμ στη Βηθλεέμ) και  έτσι η πλάση του ανθρώπου  αποβλέπει στη γέννηση του Λόγου.
Ο τύπος υπάρχει στο νοούμενο το όποιο και προδήλωνει. Είναι ο τύπος μιά βαθμίδα προς την προοδευτική τελειότητα.Πολλές φορές ο τύπος λειτουργεί ως αντίτυπος και παρέχει και αυτός σωτηρία όπως ο Χάλκινος όφις που είναι τύπος του Σταυρού.Οι τύποι υπάγονται στις υφαιρέσεις της Π.Δ από όπου ο πιστός πρέπει να προχωρήσει στις προσθήκες.Ο Γρηγόριος αποφεύγει την αθρόα εκφύγη από τον τύπο η οποία οδήγει σε φαντασιώσεις.Τύπους θεώρει την περιστερά, την κιβωτό, την Ρεββέκα και τέλος το βάπτισμα που παρέχει διπλή κάθαρση σύμφωνα με την διπλή φύση του Ιησού.Το θυσιαστήριο της Εκκλησίας είναι τύπος του Επουράνιου.Η Εβραική γιορτή της Πεντηκοστής είναι τύπος της Χριστιανικής Πεντηκοστής.
Ο Γρηγόριος προβαίνει στην τριπλή διάκριση της καθολικής ιστορίας με το τρίδυμο τύπος – εικόνα – ιστορία .Τονίζει την ενότητα των δύο διαθηκών στο πρόσωπο του Ιησού όπου θεώρει πως ο Ιησούς υπήρξε γνωρίσθηκε και έδρασε στην εποχή της Π.Δ. μίλησε στον Δαβίδ ,παρείχε δύναμη στους Ισραηλίτες όταν ατένιζαν την σταυρότυπη παλάμη του Μωυσή. Τιθάσσευσε τους λέοντες στον λάκκο των λεόντων, σ’αυτόν προσευχόταν ο Ίωνάς στην Κοιλία του κήτους, οδήγησε τον λαό στην έρημο με το πυρ και τη νεφέλη.Ο Γρηγόριος προυποθέτει την γνωστή ιδέα των Χριστοφανειών στην Π.Δ και κατανοεί τους τύπους της ως ενέργεια του Χριστού.Διαφοροποιεί το κήρυγμα της Π.Δ  και της Κ.Δ.Το πρώτο γνωρίσθηκε μόνο από τους καθαρούς τη διανοία (προφήτες) ενώ στην Κ.Δ σε πολλούς.Ο Θεός επέλεξε και κατά την εποχή της Π.Δ ορισμένους εκλεκτούς άνδρες οι οποίοι όμως τελειώθηκαν επειδή πίστευσαν στον Χριστό.
Δ) Η δύναμη του μυστηρίου του Χριστού
Ο Γρηγόριος συνέβαλε όσο κάνεις άλλος Πατήρ του 4ου αιώνα και προετοίμασε τον δογματικό ορό της Χαλκηδόνας.Η περί Χριστού διδασκαλία του διαμορφώθηκε οπωσδήποτε σε ισχυρή πολεμική εναντίον των οπαδών του Απολιναρίου και άλλων αιρετικών με βάση τις καθιερωμένες ερμηνευτικές αρχές του Μ.Αθανάσιου.Το κυρίαρχο ζήτημα της Χριστολογίας είναι η εξήγηση του μυστηρίου της ενσαρκώσεως του Θεού – Λόγου.Βασική αρχή της Χριστολογίας του Γρηγορίου είναι η καθιερωμένη πλέον από τον Μ.Βασίλειο διάκριση μεταξύ «του λόγου της φύσεως» και «του λόγου της Οικονομίας» δηλαδή μεταξύ θεολογίας και οικονομίας.Με τη διάκριση αυτή διασαφηνίζει την σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη και τη Θεία φύση του Ιησού.Οι Αιρετικοί δεν διαχώριζαν τις ανθρωποπαθείς από τις θεοπρεπείς ενέργειες του Ιησού και έτσι κατέληγαν στην υποτίμηση της ανθρώπινης φύσεως.Χρησιμοποίει ως παράδειγμα την ανάσταση του Λαζάρου όπου η ερώτηση είναι ανθρωπινή ενώ η πράξη Θεία.Την ίδια αρχή εφαρμόζει κατά την ερμηνεία των ανθρωποπαθών εκφράσεων του Ιησού.Η πείνα η δίψα η γέννηση η σταύρωση η αγωνία και ο πειρασμός αφορούν την ανθρώπινη φύση ενώ η δόξα  από τους Αγγέλους η νίκη κατά του σατανά στους πειρασμούς και η πορεία πάνω στη θάλασσα είναι λόγοι εξουσίας και λογίζονται στη θεότητα.Τα ανθρώπινα δεν είναι απλώς βιογραφικά στοιχεία της ζωής του Ιησού αλλά αφορούν τον πάσχοντα άνθρωπο και τη σωτήρια του.Η υποταγή του Ιησού στον Πατέρα αφορά την μη υποταγή του ανθρώπου στον Θεό.Κατά τον ίδιο τρόπο εξαγίασε ο Χριστός τον ανθρώπινο πόνο τον ύπνο την πείνα την δίψα τα δάκρυα.Αυτά τα ταπεινά που σκανδάλιζαν τους Αιρετικούς είναι ο όρος της σωτηρίας.Η ανθρώπινη φύση ανάγει στη θεία.Αυτή είναι η αρχή των Αλεξανδρινών.
Την διάκριση των λόγων σε υψηλούς και ταπεινούς δεν την επιβάλλουν έξωθεν λόγοι αλλά η ίδια η Γραφή κατά τον Γρηγόριο.Έτσι πριν από τα πάθος υπάρχουν στην Κ.Δ ρηματικοί τύποι μέσοι και παθητικοί οι οποίοι υπάρχουν και στην Ανάσταση.Όταν κάποια φράση αποδίδεται στον Χριστό τότε δηλώνει τη θεότητα του ενώ όταν αναφέρεται η αιτία της τότε δηλώνει την ανθρώπινη φύση του.
Όπου ο Πατήρ εμφανίζεται μείζων του Ιησού αυτό λέγεται ως προς την αιτία ενώ όπου εμφανίζεται ίσος αυτό λέγεται ως προς τη φύση.  Η ορθόδοξη διδασκαλία περί Χριστού συνάγεται με συνεπή ερμηνεία της Αγίας Γραφής και με βάση το γλωσσικό της ιδίωμα και δεν προκαθορίζεται έξωθεν από δεδομένες αρχές.
Το δεύτερο επιχείρημα του Γρηγορίου έχει να κάνει με τα ονόματα όπου οι Αιρετικοί παρασύρονται από την εναλλαγή των ονομάτων εξαιτίας της ενσαρκώσεως και καταλήγουν στη σύγχυση των φύσεων.Δεν διακρίνουν τις προσηγορίες εάν αναφέρονται στη θεία και στην ανθρώπινη φύση του Ιησού.Το όνομα Υιός δεν δηλώνει ουσία αλλά σχέση και προϋποθέτει την ομοφυία.Τα λοιπά προσωνυμία του Ιησού διακρίνονται σε όσα είναι κοινά και σε όσα αναφέρονται από κοινού στη θεότητα και στην οικονομία όπως Λόγος , μονογενής, σοφία , δύναμις.Αναγνωρίζει επίσης ιδιαίτερα εκείνα που αφορούν την ενσάρκωση όπως άνθρωπος, υιός ανθρώπου, χριστός, οδός .Υψηλές είναι οι πρώτες προσηγορίες ενώ ταπεινές είναι οι δεύτερες.Τα ονόματα πρέπει να αναφανούν στον πιστό γιατί χαρακτηρίζουν την Καινή  Χριστιανική ζωή η οποία επιτυγχάνεται με την οικειοποίηση των ενεργειών του που δηλώνουν οι προσηγορίες.

Ε) Φύση και χαρακτήρας της Αγίας Γραφής
Η διάκριση θεολογίας και Οικονομίας των υψηλών θεοπρεπών φωνών του Ιησού από τις χαμηλές και ταπεινές. Η ανθρώπινη φύση του είναι ορωμένη ενώ η θεία νοούμενη. Η σύνθετη διπλή φύση του Ιησού προσιδιάζει τη διπλή φύση της Αγίας Γραφής καθώς και τον τρόπο ερμηνείας της. Όπως ο Κύριος είναι ορώμενος και νοούμενος έτσι και το γράμμα της Γραφής είναι ορώμενο (σωματικό) και νοούμενο (πνευματικό).Έτσι και οι λόγοι του Κύριου δεν είναι λόγοι όπως οι ανθρώπινοι αλλά είναι λόγοι του Πνεύματος οι οποίοι εκτυπώνονται στις σάρκινες πλάκες και ενσημαίνονται με μελάνι και με τη χάρη δεν εξαλείφονται ποτέ. Δεν αναγνωρίζει ο Γρηγόριος διακεκριμένο νόημα στην Α. Γραφή αλλά δύο οργανικά συνδεδεμένες απόψεις που η σχέση τους εμρηνεύεται κατ’ αναλογίαν προς τα ανθρώπινα και τα θεία. Το γράμμα αφορά τους πολλούς και χαμερπείς ενώ το πνεύμα αφορά τους ολίγους. Στους χαμερπείς κατατάσσει τους Ιουδαίους όπου είναι εγκλωβισμένοι στο γράμμα με αποτέλεσμα την λανθασμένη ερμηνεία και την απώλεια της σωτηρίας. Ο Γρηγόριος αποδίδει απόλυτη προτεραιότητα στο πνεύμα και όχι στο γράμμα. Ο Γρηγόριος επικαλείται έναν παλιό νόμο των Εβραίων όπου δεν επιτρεπόταν να δοθούν τα δυσνόητα βιβλία της Α. Γραφής σε ανώριμους και έφηβους. Οι αστήρικτοι νέοι μπορούν να μελετούν τα σωματικά και όταν διαβούν το 25ο έτος και έχοντας αποκτήσει πνευματική ωριμότητα τότε θα μπορούν να τα μελετήσουν. Επειδή προεξέχει το κάλλος της Γραφής για τον λόγο αυτό είναι δυνατόν να ευρεθούν οι άγραφοι οροί που το εκφράζουν.
Το «απόθετον κάλλος» είναι βασικός όρος της θεολογίας που υποδηλώνει την άρρητη φωτοείδεια και καθαρότητα του προσώπου του Θεού η οποία είναι το έσχατο τέλος του ανθρώπινου εφετού. Προϋποθέτει τη βαθμιαία απαλλαγή του νου από κάθε σαρκικό πάθος ώστε να καταλήξει στη θεοπτεία. Είναι η θεωρία του πνευματικού πράγματος εφόσον πρώτα διασχίσει ο άνθρωπος την παχύτητα του γράμματος. Η υπέρβαση του γράμματος είναι ασκητική πράξη και όχι απλώς εξηγητική μέθοδος. Προϋποθέτει την  διαπέραση της ύλης  και του σαρκικού φρονήματος.
Την ειδική φύση της Γραφής συνδέει ο Γρηγόριος όπως και οι άλλοι Πατέρες με την θεοπνευστία της. Κυρίαρχη άποψη είναι η προσωπική παρουσία του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος τόσο στους συγγραφείς όσο και στα κείμενα. Κατά κανόνα το Άγιο Πνεύμα ποίει προφήτες αποστόλους και ευαγγελιστάς. Γενικά όλες οι Γραφές είναι θείες και δεν διακρίνει βαθμό θεοπνευστίας. Δεν εξυπονοεί την κατά γράμμα θεοπνευστία αλλά την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και στα κείμενα και στους συγγραφείς. Χαρακτηρίζει τον τρόπο της θεοπνευστίας  με το ρήμα «τυπούσθαι» όπου το Άγιο Πνεύμα εκτυπώνει ,χαράσσει στο νου των συγγραφέων τα λεγόμενα. Εμβάλλει τα θεία λόγια στον νου του συγγραφέα ώστε αυτά να γίνουν χαρακτήρ του ανθρώπινου νου χωρίς να εξαφανίζεται στο ελάχιστο η θεία συνέργεια. Ο ερμηνευτής πρέπει να είναι και αυτός πνευματικός και δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τον εαυτό του θεόπνευστο στον οποίο αποδίδει και το προφητικό χάρισμα. Αυτό δεν είναι ρητορική υπερβολή αλλά ακραία συνέπεια της θεολογικής γνωσιολογίας του.
Τα Ευαγγέλια Ματθαίου και Λουκά ασχολούνται με τα σαρκικά ενώ το του Ιωάννη και Μάρκου ασχολούνται με τα πνευματικά. Η  διαφορά τους οφείλεται στους ακροατές τους οποίους και αναφέρονται. Πρόκειται απλώς για διαφορετική αρχή την οποία υπέδειξε πάλι το Άγιο Πνεύμα και αυτό είναι που συγκρότει την αδιάσπαστη ενότητα σωματικών και πνευματικών Ευαγγελίων. Ο Ματθαίος γενεαλόγισε την Ανθρώπινη φύση ως τον Αβραάμ με βάση τη βασιλική τάξη ενώ ο Λουκάς με βάση την Ιερατική τάξη ως τον Δαβίδ. Πρόκειται για τον ένα Ιησού Χριστό.
Τον ειδικό χαρακτήρα και τη φύση του βιβλικού λόγου προσδιορίζει ο Γρηγόριος σε σχέση με την Ελληνική Γλώσσα την οποία χαρακτηρίζει μόνον η κομψότητα της λέξεως ενώ στερείται τη γνώση της αλήθειας. Η σοφία του Πλάτωνος ενέσκηψε μέσα στην Εκκλησία υπό την μορφή Αιρέσεων. Η Αίρεση είναι η αναβίωση της Ελληνικής λογικής η οποία έχει καταργηθεί με τον βιβλικό και θεολογικό λόγο. Αποδέχεται όμως πολλές αλήθειες της φιλοσοφίας. Εξαίρει την υπεροχή της Ελληνικής γλώσσας έναντι της Λατινικής. Ο ελληνικός λόγος είναι μυθώδης και η σχέση του προς την αλήθεια είναι πλασματική. Η πίστη χαρακτηρίζει τον βιβλικό λόγο και είναι παντελώς άγνωστη στον ελληνικό λόγο. Στο ελληνικό «αυτός έφα» αντιπαραβάλλεται το βιβλικό «πιστευσον». Η πίστη δεν αντιμάχεται του λόγου αλλά είναι του «καθ’ημάς λόγου πλήρωσις».Όλα τα επιτεύγματα του ελληνικού λόγου είναι στην ουσία δωρεά του ενός ΛΟΓΟΥ.
Στ) Διπλή ερμηνεία της Α.Γραφής.
Δεν διανοείται να υποτιμήσει το γράμμα και την ιστορία της Γραφής. Απλά το νοούμενο οφείλεται στην προτεραιότητα του πράγματος της Γραφής. Η γραμματική η ιστορική και η πνευματική θεωρία είναι δύο από το ίδιο το βιβλικό κείμενο επιβαλλόμενες προσβάσεις στο βιβλικό πράγμα. Οι Αιρετικοί και πολλοί εξηγητές υπερτιμούν τη μία η την άλλη ερμηνεία και οδηγούνται σε ακρότητες με συνέπεια να ασεβούν. Πολλοί από αυτούς προτού εισέλθουν καν στην Εκκλησία και γνωρίσουν την Γραφή πιστεύουν πως όλα πρέπει να εννοηθούν πνευματικώς. Προτιμά την μέση οδό ερμηνείας.
Η γραμματική ερμηνεία αποτέλει τη βάση και την αφετηρία της πνευματικής. Παραθέτει άλλοτε εκτενώς και άλλοτε επιγραμματικά όλα τα περιστατικά εκείνα που θαυματούργησε ο Θεός στους ανθρώπους. Την ίδια μέθοδο ακλουθεί και στην ερμηνεία των τύπων. Πρώτα τους εξηγεί ιστορικά και έπειτα πνευματικά ενώ αλλού προκείμενου να τεκμηριώσει πνευματικά την ερμηνεία προκαλεί τους ακροατές να μελετήσουν την θεόπνευστη ιστορία. Επισημαίνει το ιδίωμα της Γραφής και εστιάζει στην προσωποποιία των άψυχων. Συνιστά την προσοχή στους Αιρετικούς στο θέμα των ανθρωπομορφικών προσηγοριών στο Θεό και τη διάκριση των θεολογικών από των οικονομικών μαρτυριών των ονομάτων της εξουσίας και της ευδοκίας και την απόλυτη χρήση θεολογικών ορών όταν αναφέρονται στη θεότητα του Ιησού και την προσθήκη κάποιας αιτίας όταν αναφέρονται στη ανθρώπινη φύση. Ξεχωρίζει στο χωρίο Ματθ «πλην ουχ ως εγώ θέλω αλλ’ως συ» και αποδίδει αρνητικώς τα λόγια του Ιησού χωρίς να διακρίνει το θέλημα του Πατρός από του Υιού αλλά εννοεί το κοινό και στους δύο. Γνωρίζει την Εβραική γλώσσα που διατυπώνει το τετελεσμένο κάποιας πράξεως χωρίς να απομονώνει το παρελθόν το παρόν η το μέλλον. Παραθέτει πολλές χρήσιμες πληροφορίες για τις Ιουδαικές εορτές και γνωρίζει καλά το Ιουδαϊκό δίκαιο της υιοθεσίας ώστε να εξηγήσει τη διάφορά του Ματθαίου και του Λουκά ως προς τον διπλό Πάτερα του Ιωσήφ. Υποστηρίζει ότι ο Αέτιος και ο Ευνόμιος χρησιμοποιούν αδιάκριτα τις προθέσεις «εξ ου», «δι’ού» και «εν ω» και δεν διακρίνουν την διαφορά της φύσεως. Τα επιμέρους χωρία πρέπει να ερμηνευτούν στη συνάφειά τους και να μην απομονώνονται. Παραθέτει γράμμα όπου ονομάζει τα βιβλία της  Αγίας Γραφής καθώς και για όσα δεν έχει αποκρυσταλλωθεί στην Εκκλησία οριστική άποψη.Θεώρει ως την κύρια ερμηνεία την πνευματική. Η γλωσσική μορφή τα λεγόμενα ανταποκρίνονται στην παχύτητα του ανθρώπου και δεν έχει αξία αν δεν χειραγωγεί στα νοούμενα.
Ζ) Τροπολογία η τους «της τροπής νομούς»
Εννοεί τη μεταφυσική και συμβολική έννοια η οποία είναι δυνατόν να αποδοθεί σε άψυχα οντά η σε φυσικές λειτουργίες σύμφωνα με την ιδιάζουσα φύση τους. Με τον τρόπο αυτό ερμηνεύει στην «κοιλία» είτε το απόκρυφο και αόρατο είτε το χωρητικό και αναδοτικό. Το χαλκούν τείχος είναι η ψυχή η στερρά στην ευσέβεια. Στις περιπτώσεις της τροπής δέχεται ως νόμιμες και τις δύο έννοιες είτε τη σωματική είτε την πνευματική.
Την κυριολεκτική ή «ανηγμένη θεωρία» η οποία συμπίπτει κατά την εφαρμογή της με την αλληγορική. Ο νόμος κρύβει ένα νόημα που μπορεί να αποδοθεί σε άλλες καταστάσεις. Διαφέρει από την τροπολογία στο ότι τη γενική πνευματική έννοια τη συνδέει σε δεύτερη αναγωγή με συγκεκριμένα πρόσωπα η γεγονότα της ζωής του Ιησού. Ο καλός Σαμαρείτης είναι ο Χριστός και ο πώλος που ιππεύει  είναι ο εξ’εθνών λαός. Την ειδική έννοια την αναγνωρίζουμε στο κατά Ματθαίον «εισί γαρ ευνούχοι» και λέει ότι η κατά γράμμα ερμηνεία του χωρίου είναι ανάξια λόγου. Όταν η κατά γράμμα έννοια φαίνεται ανάξια του Πνεύματος τότε πρέπει ο εξηγητής να επινοήσει εκείνο το νόημα το οποίο αρμόζει στο Πνεύμα. Τούτο ανάγει από την γη και τα χαμηλά στα υψηλά και Πνευματικά. Η αναγνώριση του μυστικού νοήματος είναι υπόθεση των λίγων. Προϋποθέτει όμως ορισμένους Πνευματικούς όρους αλλιώς θα καταντήσουμε ονειροκρίτες. Ο Ιουλιανός υποστηρίζει ότι οι ελληνικοί μύθοι αν και είναι πλάσματα και ληρήματα των ποιητών όμως υποκρύπτουν απόρρητο και βαθύτερο νου και υποδηλώνουν ανώτερες ηθικές αλήθειες. Η αναζήτηση αυτού του κρυπτού νου γίνεται με την αλληγορία. Ο Γρηγόριος λέγει όμως ότι υπάρχουν και σε εμάς λόγοι που κρύβουν αλήθειες  αλλά διερωτάται ποιός είναι ο λόγος της διπλής και ποιά η δύναμη που υπάρχει. Ο Γραφικός λόγος διαφέρει από τον Ελληνικό στο ότι υπάρχει αναλογία νοούμενου και γλωσσικής μορφής. Δέχεται τον κατ’ επίκρυψιν λόγο της Γραφής αλλά με νόημα παιδαγωγικό αρνείται όμως ριζικά τη σύγκρισή του με την Ελληνική αλληγορία.

Η) Μυστική Αριθμολογία
Δέχεται ότι οι αριθμοί έχουν τι το φαινόμενον βαθύτερον. Πολλοί λαοί τιμούν τους αριθμούς όπως οι Εβραίοι την εβδομάδα οι Πυθαγόρειοι την τετρακτύν χωρίς όμως να γνωρίζουν με ποιά βάση και ποιά αναλογία η την δύναμη των αριθμών σε αυτούς. Οι Εβραίοι τιμούν τον αριθμό 7 επειδή σε 6 ημέρες δημιουργήθηκε ο κόσμος από τον Θεό ο οποίος  μετά αναπαύθηκε. Ο αριθμός 7 συνδέεται με την Εβραική Πεντηκοστή πολλαπλασιαζόμενος όμως δίνει 49 + 1 ήμερα που λαμβάνεται από τον μέλλοντα αιώνα.7 στη Π.Δ δείχνει την τελειότητα. Στην  Κ.Δ δείχνει τον χορτασμό των Πεντακισχιλίων και τους 7 άρτους. Ο αριθμός 7 είναι μυστικότατος και υποδηλώνει τη Φύση του παρόντος κόσμου. Οι Εβραίοι τιμούν την Πεντηκοστή με την ίδια έννοια των αριθμών όπως οι Χριστιανοί με τη μόνη διαφορά ότι τα τελούμενα των Εβραίων είναι τυπικά ενώ των Χριστιανών «αποκαθίστανται μυστικώς».Το 10 είναι ο πληρέστερος αριθμός. 5 ημέρες μένει ο αμνός 5 οι αισθήσεις. Το 3 είναι η τριπλή βάπτιση.
Θ) Εκκλησιαστική και λειτουργική ερμηνεία της Γραφής
Προϋπόθεση της ερμηνείας είναι η πίστη. Απέναντι στην Ελληνική λογική ο Γρηγόριος αντιπαραθέτει την πίστη. Η δύναμη του λόγου εκκενώνει τον Σταυρό και ελαττώνει την αλήθεια. Όταν επιχειρήσει κανείς να φωτίσει τα θεολογικά μυστήρια με την λογική εξήγηση και όχι με την πίστη τότε επιβάλλεται η κομψότητα του λόγου και εξασθενεί ο λόγος του μυστηρίου. Επιβάλλει επιπλέον την καθαρότητα και την άσκηση και την κατά Θεόν ομοίωση λέγοντας πως η θέα του άρρητου κάλλους είναι καρπός του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος. Το πρώτο στάδιο είναι το γράμμα. Το δεύτερο είναι ο αυγασμός του πνεύματος πάνω από το γράμμα και η εισχώρηση στο βάθος των νοούμενων. Δεν μπορεί να πρωτομιλήσει κανείς με το καθαρό εάν δεν καθάρει πρώτα τον εαυτό του. Η επίγνωση του νοούμενου πράγματος της Γραφής γίνεται ερμηνευτικό αντικείμενο προς τα έξω. Αρνείται την γνώστη ιεράρχηση των πιστών αλλά δέχεται την επιτηδειότητα που έχει κάθε πιστός προς το μείζον  η το έλαττον. Και η βούληση και η προαίρεση χρειάζονται τη βοήθεια του Θεού.Ο Γρηγόριος και ο Μ. Βασίλειος συνέδεσαν άρρηκτα την ορθή κατανόηση και βίωση των πραγμάτων της Γραφής με την λατρεία της Εκκλησίας.
 http://antiairetikos.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου